- υπενοικίαση
- η, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπενοικιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπενοικιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. υπενοικίασις, μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπενοικίαση — η το να υπενοικιάζω (βλ. λ.) κάτι: Απαγορεύεται η υπενοικίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταμίσθωση — η 1. η ενοικίαση μισθίου από τον μισθωτή και όχι από τον ιδιοκτήτη, η υπενοικίαση 2. παράταση μίσθωσης, αναμίσθωση από τον ίδιο μισθωτή με βάση έγγραφη προσυμφωνία ή σιωπηρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμισθώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Α.… … Dictionary of Greek
υπεκμίσθωση — η, Ν υπενοικίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εκμίσθωση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπεκμίσθωσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek
υπομίσθωση — η / ὑπομίσθωσις, ώσεως, ΝΑ η σε άλλο άτομο εκμίσθωση, εν μέρει ή εν όλω, τού μισθίου από τον πρώτο μισθωτή, υπενοικίαση νεοελλ. (νομ.) η μεταβίβαση τής μισθωτικής σχέσης από τον μισθωτή σε τρίτο πρόσωπο, αλλ. υπεκμίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… … Dictionary of Greek
υπεκμίσθωση — η η υπενοικίαση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπομίσθωση — η η μίσθωση του μισθωμένου, το νοίκιασμα του νοικιασμένου από τον ενοικιαστή, η υπενοικίαση: Απαγορεύεται η υπομίσθωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)